Μηχανισμοί άμυνας: από την ψυχική υγεία στην ψυχοπαθολογία
Οι μηχανισμοί άμυνας είναι ασυνείδητες ψυχικές λειτουργίες μέσω των οποίων το άτομο προσπαθεί να προστατέψει τον εαυτό του από ενορμήσεις, σκέψεις ή συναισθήματα, η άμεση εκδήλωση των οποίων μπορεί να είναι απειλητική για το «Εγώ». Οι μηχανισμοί άμυνας σε άλλες περιπτώσεις συμβάλλουν στην καλύτερη προσαρμογή στο περιβάλλον, ενώ σε άλλες περιπτώσεις μπορεί να οδηγήσουν στην εκδήλωση ψυχοπαθολογικών συμπτωμάτων.
Μια ενδοψυχική σύγκρουση δημιουργείται, όταν ο ψυχισμός βιώνει μία ενόρμηση, όμως κάποια «άμυνα» εμποδίζει την ικανοποίησή της. Ορισμένοι μηχανισμοί άμυνας βοηθούν το άτομο να αλληλοεπιδρά πιο ικανοποιητικά με το περιβάλλον, εφόσον σε κάποιο βαθμό είναι απαραίτητο να μπορεί να ασκεί έλεγχο στις παρορμήσεις του, έτσι ώστε να ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις της πραγματικότητας. Για παράδειγμα, επιθετικές ενορμήσεις, αντί να εκφραστούν άμεσα, είναι δυνατόν να εκδηλώνονται με έμμεσο και κοινωνικά αποδεκτό τρόπο, μέσα από την ενασχόληση με τον αθλητισμό ή μέσω της ενασχόλησης με την τέχνη (μηχανισμός άμυνας της μετουσίωσης).
Ο μηχανισμός άμυνας της απώθησης είναι βασική άμυνα και μία από τις πρώτες που προσέλκυσαν το ενδιαφέρον του Freud. Θεωρείται από τους πιο ώριμους μηχανισμούς άμυνας και από τους πιο απαραίτητους για τη διατήρηση της ψυχικής υγείας. Μια εσωτερική προδιάθεση που προκαλεί έντονο άγχος μπορεί να απωθηθεί στο ασυνείδητο -να μην υπάρχει δηλαδή συνειδητή επίγνωση αυτής- και έτσι το άτομο να αποφύγει δυσάρεστα συναισθήματα ή και μία σύγκρουση με τις απαιτήσεις του περιβάλλοντος.
Από την άλλη όμως πλευρά, υπερβολική χρήση του μηχανισμού άμυνας της απώθησης είναι πιθανό να έχει ως αποτέλεσμα την παρεμπόδιση της ικανοποίησης των επιθυμιών του ατόμου. Οι επιθυμίες απωθούνται στο ασυνείδητο και, έτσι, ο ψυχισμός δεν «κινείται» προς την ικανοποίησή τους.
Οι μηχανισμοί άμυνας στοχεύουν στο να προστατεύουν από το άγχος, όταν όμως καταλήξουν να κυριεύσουν την ψυχική ζωή σε βαθμό που να εμποδίζουν την έκφραση και την αποφόρτιση ενορμήσεων και συναισθημάτων, τότε το άγχος και η ψυχική ένταση ενισχύονται.
Ανεπαρκείς ή μη ικανοποιητικές σχέσεις με τους σημαντικούς ανθρώπους του περιβάλλοντος του ατόμου κατά τα πρώτα χρόνια της ζωής του μπορεί να εμποδίσουν τη σωστή ανάπτυξη των λειτουργιών αυτών του «Εγώ», δηλαδή των μηχανισμών άμυνας, που κανονικά επιτρέπουν τον αποτελεσματικό και ισορροπημένο έλεγχο των ενορμήσεων.
Ο μηχανισμός άμυνας της προβολής, σε αρκετές περιπτώσεις, μπορεί να αποτελέσει ένα παράδειγμα του πως ένας μηχανισμός άμυνας μπορεί να σχετίζεται με ψυχοπαθολογία και με διαταραχή στις διαπροσωπικές σχέσεις. Τα αρνητικά συναισθήματα (π.χ. θυμός, ζήλια, επιθετικότητα) μπορεί να είναι τόσο δυσάρεστα για το άτομο, που να μην μπορεί να τα αποδεχτεί ως δικά του και να τα «προβάλει»,- να θεωρεί δηλαδή πως ανήκουν- σε άλλα άτομα. Ο μηχανισμός αυτός, από τη μία πλευρά προστατεύει το άτομο από το να έλθει σε επαφή με μη αποδεκτά δικά του συναισθήματα, από την άλλη πλευρά, όμως, οδηγεί σε σημαντική διαστρέβλωση της πραγματικότητας και αποκλείει τη δυνατότητα επεξεργασίας τέτοιων δυσάρεστων συναισθημάτων, η οποία είναι απαραίτητη για τη διατήρηση της ψυχικής ηρεμίας.
Η διαστρέβλωση της πραγματικότητας μέσω της λειτουργίας μηχανισμών άμυνας έχει ως αποτέλεσμα τη μειωμένη δυνατότητα αντιμετώπισης της πραγματικότητας με εποικοδομητικούς τρόπους. Η άρνηση των θετικών (μηχανισμός άμυνας της υποτίμησης) ή των αρνητικών (μηχανισμός άμυνας της εξιδανίκευσης) χαρακτηριστικών ενός άλλου ατόμου, όταν αυτά προκαλούν άγχος, εμποδίζει την ανάπτυξη υγιούς και ουσιαστικής σχέσης με το άτομο αυτό, αλλά και την επεξεργασία και αντιμετώπιση των αιτιών του άγχους.
Οι μηχανισμοί άμυνας είναι δυνατόν να συμβάλουν στον απαραίτητο για την ψυχική υγεία και την προσαρμοστικότητα έλεγχο των ενορμήσεων και στην αποφυγή δυσάρεστων συναισθημάτων, σε άλλες όμως περιπτώσεις, και αναλόγως με το βαθμό στον οποίο οι άμυνες κυριεύουν την ψυχική ζωή, μπορεί να μειώσουν σημαντικά την ικανοποίηση που βιώνει ένα άτομο, να προκαλέσουν σημαντική διαστρέβλωση της πραγματικότητας και διαταραχή της αλληλεπίδρασης με αυτήν.
Βιβλιογραφία:
Brenner C. (2009). Στοιχειώδες εγχειρίδιο ψυχανάλυσης, Εκδόσεις Πατάκη.
Mc Williams Ν. (2000). «Ψυχαναλυτική Διάγνωση», Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα.