Διαταραχή Πανικού- παθολογικά χαρακτηριστικά προσωπικότητας και θεραπεία

Διαταραχή Πανικού- παθολογικά χαρακτηριστικά προσωπικότητας και θεραπεία

Διαταραχή Πανικού- παθολογικά χαρακτηριστικά προσωπικότητας και θεραπεία

Κατά την διάρκεια μιας κρίσης πανικού ο ασθενής βιώνει σωματικά συμπτώματα όπως ζαλάδα, ταχυκαρδία, τρόμο χειρών, εφίδρωση, δύσπνοια αλλά και ταυτόχρονα μπορεί να νιώσει φόβο πως θα τρελαθεί ή ένα αίσθημα επικείμενης καταστροφής.

Σε έρευνα που έγινε σε πληθυσμό ασθενών με διαταραχή πανικού βρέθηκε πως όλοι οι ασθενείς είχαν υιοθετήσει προβληματικό τύπο προσκόλλησης. Σύμφωνα με την σχετική θεωρία, η προσκόλληση είναι ένας βιολογικής φύσης δεσμός μεταξύ του παιδιού και του παρέχοντος φροντίδα προσώπου, ο οποίος αποσκοπεί στην διατήρηση της ασφάλειας και της επιβίωσης του παιδιού. Το παιδί επιζητά την εγγύτητα με το άτομο που το φροντίζει προκειμένου να αποσπάσει μία βοηθητική και ανακουφιστική ανταπόκριση.  Οι ασθενείς με διαταραχή πανικού συχνά έχουν δυσκολίες στην ρύθμιση της εγγύτητας με τους άλλους. Δυσκολεύονται να προσαρμοστούν στην φυσιολογική ταλάντευση ανάμεσα στον αποχωρισμό και την προσκόλληση, επειδή δείχνουν αυξημένη ευαισθησία τόσο στην απώλεια της ελευθερίας όσο και στην απώλεια της ασφάλειας και της προστασίας. Αυτή η δυσκολία έχει ως αποτέλεσμα να λειτουργούν σε ένα εξαιρετικά στενό εύρος συμπεριφοράς, με το οποίο προσπαθούν να αποφύγουν ταυτόχρονα και τον αποχωρισμό –που είναι πολύ τρομακτικός- αλλά και την προσκόλληση , η οποία είναι πολύ έντονη. Αυτή η περιορισμένη ζώνη ανακούφισης συχνά γίνεται φανερή στον υπερελεγκτικό τρόπο με τον οποίο αντιδρούν οι ασθενείς με τους άλλους.

Άτομα που αναπτύσσουν διαταραχή πανικού είναι επιρρεπή σε αισθήματα διάσπασης του εαυτού και μπορεί να χρειάζονται έναν θεραπευτή ή έναν άλλον σύντροφο να τους βοηθήσει να αισθανθούν ότι έχουν μια σταθερή αίσθηση ταυτότητας. Ακόμη, οι ασθενείς αυτοί δεν έχουν μία σταθερή αίσθηση για τους «σημαντικούς άλλους» στην ζωή τους, παράγοντας που ενισχύει τις δυσκολίες στον αποχωρισμό.

Οι συγκρούσεις που βιώνουν οι ασθενείς αυτοί γύρω από την εγγύτητα, την εξάρτηση και τον αποχωρισμό προκαλούν αισθήματα φόβου, άγχους  ή και θυμού. Το άτομο μπορεί να φοβάται ότι μπορεί να εξαρτηθεί υπερβολικά από έναν σύντροφο ή από έναν θεραπευτή ή να νιώθει άγχος ή να θυμώνει επειδή ο «σημαντικός» άλλος δεν είναι διαρκώς διαθέσιμος.

Σε μία θεραπεία είναι δυνατόν ο ασθενής να αποκτήσει μια περισσότερο σταθερή αίσθηση και του εαυτού και του άλλου, να νιώθει και να αντιδρά περισσότερο ισορροπημένα σε καταστάσεις που αφορούν την εγγύτητα στις σχέσεις. Ως αποτέλεσμα αυτής της διαδικασίας, τόσο το άγχος αποχωρισμού όσο και οι προσβολές πανικού μπορούν να βελτιωθούν σημαντικά.   

 

Βιβλιογραφία:

Gabbard G. (2006). Η Ψυχοδυναμική Ψυχιατρική στην Κλινική Πράξη. Ιατρικές Εκδόσεις ΒΗΤΑ.